αφύλαχτος — αφύλαχτος, η, ο και αφύλαγος, η, ο επίρρ. α απροφύλαχτος, αφρούρητος, απρονόητος: Οι αρχαιότητες δεν πρέπει να μένουν αφύλαχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… … Dictionary of Greek
αβίγλιστος — η, ο [βιγλίζω] αυτός που δεν φρουρείται από βίγλα, σκοπιά, αφρούρητος, αφύλαχτος … Dictionary of Greek
απροφύλαχτος — κ. απροφύλακτος, η, ο (AM ἀπροφύλακτος, ον) 1. ενεργ. αυτός που δεν παίρνει προφυλάξεις 2. παθ. αυτός που δεν προφυλάγεται 3. αφύλαχτος, αφρούρητος αρχ. απρόβλεπτος, απρόοπτος … Dictionary of Greek
αφυλακτώ — ἀφυλακτῶ ( έω) (Α) [αφύλακτος] 1. είμαι αφύλαχτος, δεν προφυλάσσομαι 2. αμελώ, παραμελώ 3. φυλάγομαι κατά τρόπο ανεπαρκή … Dictionary of Greek
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβίγλιστος — η, ο αφρούρητος, αφύλαχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απεριφρούρητος — η, ο επίρρ. α αφύλαχτος, απροστάτευτος: Στο σωματείο του έμαθε πως δεν πρέπει να αφήνει απεριφρούρητα τα αποχτημένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφρούρητος — η, ο επίρρ. α αφύλαχτος: Μια μεριά μονάχα, η πιο απλησίαστη, είχε μείνει αφρούρητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)